γηροκομάω

γηροκομάω
γηροκομάω / γηροκομώ, γηροκόμησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γηροκομώ — γηροκομώ, γηροκόμησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. γηροκομάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”